- καθείμαρται
- καθείμαρταιit is ordained by fateperf ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καθείμαρται — (Α) απρόσ. είναι από τη μοίρα γραμμένο («πάλαι καθειμαρμένων τούτων», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + εἵμαρται, γ εν. ορ. παθ. παρακμ. τού ρ. μείρομαι «παίρνω αυτό που μού αναλογεί» (πρβλ. την ουσιαστικοποιημένη θηλ. μτχ. παθ. παρακμ.… … Dictionary of Greek
καθειμαρμένα — καθείμαρται it is ordained by fate perf part mp neut nom/voc/acc pl καθειμαρμένᾱ , καθείμαρται it is ordained by fate perf part mp fem nom/voc/acc dual καθειμαρμένᾱ , καθείμαρται it is ordained by fate perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθειμαρμένων — καθείμαρται it is ordained by fate perf part mp fem gen pl καθείμαρται it is ordained by fate perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθειμαρμένην — καθείμαρται it is ordained by fate perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθειμαρμένου — καθείμαρται it is ordained by fate perf part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθείμαρτο — καθείμαρται it is ordained by fate plup ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαθειμαρμένων — σύν καθείμαρται it is ordained by fate perf part mp fem gen pl σύν καθείμαρται it is ordained by fate perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαθείμαρμαι — Μ 1. παθ. έχω επίσης αποφασιστεί από το πεπρωμένο 2. (με σημ. ενεστ.) συνδέομαι με κάποιον με την ίδια μοίρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καθείμαρται «είναι από τη μοίρα γραμμένο»] … Dictionary of Greek
συγκαθείμαρται — σύν καθείμαρται it is ordained by fate perf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαθείμαρτο — σύν καθείμαρται it is ordained by fate plup ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)